- κτενόμυς
- οζωολ. γένος τρωκτικών θηλαστικών τής Νότιας Αμερικής τής οικογένειας ctenomyidae.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. ctenomys < cten(o)- (< κτείς, κτενός) + -mys (< νεώτ. λατ. mys < μῦς «ποντικός»)].
Dictionary of Greek. 2013.